- ήα
- (I)ἦα (Α)επικ. τ. α' εν. πρτ. τού εἰμίκαι ἦεν, γ' εν. επικ. τ. πρτ. τοὺ εἰμὶ.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. είμαι].————————(II)ᾖα (Α)συνηρ. τ. τού ἤια, ιων. πρτ. τού εἰμί.————————(III)ᾖα, τὰ (Α)συνηρ. τ. τού ἤια*, προμήθειες, εφόδια.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ήια (Ι)].
Dictionary of Greek. 2013.